-
1 σεμνύνω
σεμν-ύνω,= foreg.,A exalt, magnify,τὸν σαυτοῦ θεόν Pl.Phlb. 28b
;τῷ ω ¯ Id.Phdr. 244d
; , cf. Plt. 263d;ὑμᾶς D.19.238
;τὰ παρ' αὑτοῖς Id.23.212
; ταῦτα περὶ ἑωυτὸν ἐσέμνυνε thus did he throw a cloak of majesty about himself, Hdt.1.99.II [voice] Med. with [tense] aor. ἐσεμνυνάμην, to be grave, solemn, esp. affect a grave and solemn air, E.Fr. 924 (lyr.); , cf. Av. 727; ; : to be reserved, of a girl, E.IA 996: with part.,σεμνύνεσθαι ὥς τι ὄντε Pl.Phdr. 243a
;οὐ σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς ὑπερήφανόν τι διαπραττομένη Id.Grg. 511d
;σ. πολίτης ὤν Luc.Patr.Enc.2
; also σ. ἐπὶ πέντε καὶ εἴκοσι καταλόγῳ προγόνων to be proud of.., pique oneself on it, Pl.Tht. 175a, cf. Isoc. 16.29, D.19.235;ἔν τινι Id.18.258
: also c. dat.,ταῖς ἐξουσίαις Sosiph. 3.2
; τῷ σπανίως ὁρᾶσθαι ς. X.Ages.9.1, cf. 2, Hdn.1.5.5: rarely c. acc.,σ. τὴν μοιχείαν Id.5.7.3
: c. dupl. acc.,μητρόπολιν Ὑπάταν Hld. 2.34
;σ. διότι Plb.9.35.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνύνω
См. также в других словарях:
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek